- αδιύλιστος
- -η, -οαστράγγιχτος, αφιλτράριστος: Το νερό όταν είναι αδιύλιστο περιέχει ξένα σώματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδιύλιστος — η, ο (Α ἀδιύλιστος, ον) [διυλίζω] αυτός που δεν έχει διυλιστεί, αφιλτράριστος νεοελλ. ο ανεπίδεκτος διυλίσεως … Dictionary of Greek
ἀδιυλίστου — ἀδιύλιστος not strained masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιήθητος — η, ο (Α ἀδιήθητος, ον) [διηθῶ] αδιύλιστος, αφιλτράριστος, αστράγγιστος … Dictionary of Greek
αλαμπικάριστος — η, ο 1. ο μη αποσταγμένος, ο αδιύλιστος 2. αυτός που δεν κατακάθισε, ακαταστάλαχτος, θολός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + λαμπικαριστός < λαμπικαρίζω, λαμπικάρω*] … Dictionary of Greek